- φιλαλληλία
- η, ΝΜΑ [φιλάλληλος]η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον συνάνθρωπο, αλτρουισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαλληλία — φιλαλληλίᾱ , φιλαλληλία mutual love fem nom/voc/acc dual φιλαλληλίᾱ , φιλαλληλία mutual love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλληλίᾳ — φιλαλληλίᾱͅ , φιλαλληλία mutual love fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλληλία — η 1. η αγάπη για τον πλησίον, το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, ο αλτρουισμός. 2. η αυτοθυσία, η έλλειψη φιλαυτίας, η αυταπάρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαλληλίας — φιλαλληλίᾱς , φιλαλληλία mutual love fem acc pl φιλαλληλίᾱς , φιλαλληλία mutual love fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλληλίαν — φιλαλληλίᾱν , φιλαλληλία mutual love fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάλληλος — η, ο, Ν αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπὸ του, αλτρουιστής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάλληλον η φιλαλληλία. επίρρ... φιλαλλήλως Μ με φιλαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. φίλος ἀλλήλοις (πρβλ. ὑπ άλληλος)] … Dictionary of Greek
συναίσθημα — Τα συναισθήματα, μαζί με τις συγκινήσεις, θεωρούνται τυπικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής ζωής. Συγκριτικά με τις συγκινήσεις, τα σ. συνεπάγονται υποκειμενικά μια χαλαρότερη συγκινησιακή κατάσταση, που συνοδεύεται αντικειμενικά με ελαφρές… … Dictionary of Greek
φιλανθρωπία — η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος] 1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.) 2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες 3. θεολ. η αγάπη… … Dictionary of Greek
αλτρουισμός — ο (λ. λατιν.), η φιλαλληλία, η χωρίς υστεροβουλία αγάπη για το συνάνθρωπο: Ο όρος αλτρουισμός καθιερώθηκε από το Γάλλο φιλόσοφο Oγκ. Κοντ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλανθρωπία — η 1. η αγάπη προς τους ανθρώπους, η φιλαλληλία, η αγαθοεργία. 2. πράξη φιλάνθρωπη, ευεργεσία: Όλο φιλανθρωπίες κάνει στη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)